-
1 καρφαλέος
καρφαλέος ( κάρφω), trocken, dürr; ὡς δ' ἄνεμος ἠΐων ϑημῶνα τινάξῃ καρφαλέων Od. 5, 368; ἀστάχυες Mens. Rom. 14 (IX, 384); vor Durst erschöpft, durstig, δίψῃ καρφαλέοι, κεκονιμένοι ἐκ πεδίοιο φεῠγον Il. 21, 541, alte v. l., wo jetzt καρχαλέοι steht; δίψει Bian. 4 (IX, 272); φάρυγξ δ. καρφ. Alc. Mess. 18 (VII, 536); vom Schalle, καρφαλέον δέ οἱ ἀσπὶς ἐπιϑρέξαντος ἄϋσεν ἔγχεος, dürr, heiser erklang der Schild, Il. 13, 409. Bei Nic. Th. 691 heißt das Feuer so, ausdörrend, brennend.
-
2 καρφαλέος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρφαλέος
-
3 ἤϊα
A provisions for a journey, [dialect] Ep. word, Hom.mostly in Od.,δεῦτε, φίλοι, ἤϊα φερώμεθα 2.410
, cf. 289; ;ἐξέφθιτο ἤϊα πάντα 12.329
; ἐν δὲ καὶ ᾖα κωρύκῳ [ἔθηκε] 5.266, cf. 9.212: generally, [ἔλαφοι] παρδαλίων τε λύκων τ' ἤϊα πέλονται food for wolves, Il.13.103; ἤϊα κριθάων,= ἄλευρα, Nic.Al. 412.II ὡς δ' ἄνεμος.. ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων, i.e. a heap of husks or chaff (= ὀσπρίων καλάμαι acc. to Eratosth. ap. Eust.1445.42), Od.5.368;τὴν γαστέρ' ᾔων κἀχύρων σεσαγμένος Pherecr.161
. (Etym. uncertain: not related to the sg. [full] ἤϊον which is glossed by παρειάν, γνάθον, Hsch.; cf. εἰαί, εἶοι.) [ῐ, but [pron. full] ῑ Od.2.289, 410, Il.13.103.]------------------------------------A ibo). -
4 δια-σκεδάννῡμι
δια-σκεδάννῡμι (s. σκεδάννἁμι). zerstreuen, auseinander werfen; Hom. einige Male im aorist. 1. activ.: Odyss. 5, 369. 370 ὡς δ' ἄνεμος ζαὴς ἠίων ϑημῶνα τινάξῃ καρφαλέων, τὰ μὲν ἄρ τε διεσκέδασ' ἄλλυδις ἄλλῃ, ἃς τῆς (σχεδίης) δούρατα μακρὰ διεσκέδασ'. αὐτὰρὈδυσσεύς κτἑ.; 7, 275 τὴν (σχεδίην) μὲν ἔπειτα ϑύελλα διεσκέδασ'· αὐτὰρ ἔγωγε κτἑ.; 17, 244 τῷ κέ τοι ἀγλαΐας γε διασκεδάσειεν άπάσας, τὰς νῦν ὑβρίζων φορέεις, er wird dir die Hoffahrt vertreiben. – Thucyd. 1, 54 ἀνέμου ὃς διεσκὲδασεν αὐτὰ (τά τε ναυάγια καὶ νεκροὺς) πανταχῆ; τὸν στρατόν, das Heer aus einander gehen lassen, Her. 1, 77; vgl. 8, 57; τὼ κάδω διασκεδῶ, fut., zerschmettern, Ar. Av. 1053; wie διασκεδᾶτε τὸ νέφος ἐπὶ τοῦ προσώπου Anaxandr. Ath. I, 34 d; τὴν ψυχήν, Plat. Phaed. 77 d; übh. = vernichten; γῆν καὶ νόμους Soph. Ant. 287; pass., διασκεδάννυται ἡ φήμη, es verbreitet sich das Gerücht, Hdn. 7, 6, 21; so auch ψυχὴ ὥσπερ πνεῦμα διασκεδασϑεῖσα, Plat. Phaed. 70 a.
-
5 ἤϊα
ἤϊα, τά (εἶμι?), Reisekost, Speisevorrath auf die Reise, Od. 2, 289. 410. 4, 363. 5, 266; ἀλλ' ὅτε δὴ νηὸς ἐξέφϑιτο ἤϊα πάντα 12, 329; übh. Nahrung, Fraß, αἵτε καϑ' ὕλην ϑώων παρδαλίων τε λύκων τ' ἤϊα πέλονται Il. 13, 103; sp. D., ἤϊα καὶ μέϑυ λαρόν Ap. Rh. 1, 659; κριϑάων Nic. Al. 411. – Aber Od. 5, 368, ὡς δ' ἄνεμος ζαὴς ἠΐων (zweisylbig zu lesen) ϑημῶνα τινάξῃ καρφαλέων, ist es nicht trockner Körner-, Getreidehaufen, sondern Spreu, wie Phot. lex. erkl. ἤϊα τὴν τῶν ὀσπρίων καλάμην, vgl. Pherecr. bei Schol. Od. 2. 289. [ι ist in der Vershebung lang, kurz Od. 4, 363. 12, 329; zweisylbig 5, 266. 9, 212, also mit Bekker ᾖα richtiger zu schreiben, wie auch der gen. ἠίων 5, 368 geschrieben werden sollte. Vgl. δήϊος.]
См. также в других словарях:
ήια — (I) ἤϊα και ᾖα, τὰ (Α) 1. προμήθειες για ταξίδι, εφόδια («καὶ νύκεν ἤϊα πάντα κατέφθιτο», Ομ. Οδ.) 2. τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μια άποψη, πρόκειται για την ονομ. πληθ. τού ουδ. τού ρηματ. επιθ. ήιος «πορεύσιμος (< είμι «πηγαίνω») … Dictionary of Greek
καρφαλέος — καρφαλέος, α, ον (Α) 1. πολύ ξερός, κατάξερος (α. «ὡς δ ἄνεμος... ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων», Ομ. Οδ. β. «καρφαλέον δὲ οἱ ἀσπίς... ἄϋσεν» η ασπίδα του έβγαλε ξερό, δηλ. οξύ ήχο, Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ξεραίνει κάτι («καρφαλέον πῡρ», Νίκ.).… … Dictionary of Greek
θημών — θημών, ὁ (Α) σωρός («ὡς δ ἄνεμος ζαὴς ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τίθημι. Η αρχική σημασία «σωρός» εξειδικεύθηκε πολύ νωρίς σε «σωρός από θερισμένα στάχια»] … Dictionary of Greek